- θωρακισμένος
- η , ο бронированный; броневой;
θωρακισμένο αυτοκίνητο — бронеавтомобиль, броневик;
θωρακισμένο όχημα — бронетранспортёр;
θωρακισμένο τραίνο — бронепоезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θωρακισμένο αυτοκίνητο — бронеавтомобиль, броневик;
θωρακισμένο όχημα — бронетранспортёр;
θωρακισμένο τραίνο — бронепоезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθώρηξ — εὐθώρηξ, ό (ΑΜ εὐθώραξ) μσν. με ωραίο θώρακα, ευρύστερνος αρχ. αυτός που φοράει ασφαλή θώρακα, ο καλά θωρακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] … Dictionary of Greek
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek
θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* … Dictionary of Greek
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek
κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… … Dictionary of Greek
κλιβανισμένος — κλιβανισμένος, η, ον (Μ) θωρακισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας («ἐπήγαιναν ἔμπροσθέν του Ἀραβίτες,... κλιβανισμένοι», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλιβανίζω με σημ. «θωρακίζω» (< κλίβανον «θώρακας»)] … Dictionary of Greek
κορατσωμένος — κορατσωμένος, η, ον (Μ) αυτός που φορά θώρακα, θωρακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράτσα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κορατσώνω] … Dictionary of Greek
λωρίκινος — λωρίκινος, ίνη, ον (Μ) [λωρίκιον] θωρακισμένος, θωρακοφόρος … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
θωρακίζομαι — θωρακίζομαι, θωρακίστηκα, θωρακισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: θωρακίζομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. τεθωρακισμένος ως επίθετο ή ουσιαστικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θωρακίζω — θωράκισα, θωρακίστηκα, θωρακισμένος 1. κάνω κάτι στερεό επικαλύπτοντάς το με σιδερένιες πλάκες: Θωρακισμένο αυτοκίνητο. – Θωρακισμένα άρματα μάχης. 2. μτφ., οπλίζω, ενισχύω: Θωρακίζω το δημοκρατικό πολίτευμα. – Θωρακίστηκα με υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)